-
1 παιδ-αγωγέω
παιδ-αγωγέω, ein παιδαγωγός sein, Knaben leiten, erziehen u. übh. unterrichten, unterweisen; γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ' ἐγώ, Eur. Bacch. 193; Heracl. 729; Plat. Theaet. 167 c; παιδὸς ἑνὸς ἢ καὶ χοροῦ παιδαγωγηϑέντος, Legg. I, 641 b; leiten, συμποσίου ὀρϑῶς παιδαγωγηϑέντος, ibd.; vgl. Plut. Cleomen. 14, der es, wie Luc., oft übtr. braucht, πεπαιδαγωγημένος ἀκροᾶσϑαι γυναικῶν, Anton. 10; kom. αὐτὸν ἡ δίκελλα πεπαιδαγώγηκεν, Luc. Tim. 13; – geleiten, auf dem Fuße folgen, ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾔεσαν, Plat. Rep. X, 600 e, vgl. Alc. I, 135 d, wo auch παιδαγωγήσομαι für fut. pass. steht.
-
2 παιδαγωγέω
Aπεπαιδαγώγηκα Luc.Tim.13
:—[voice] Pass., [tense] fut. παιδαγωγήσομαι in pass. sense, Pl. Alc.1.135d: [tense] aor.ἐπαιδαγωγήθην Hp.Art.52
, Pl.Lg. 641b: [tense] pf.πεπαιδαγώγημαι Plu.Ant.10
:— attend as a παιδαγωγός, lead or manage like a child, (= E.Ba. 193); ;Id.
Heracl. 729:—[voice] Pass., of a child, Hp. l.c.2 generally, train, guide, educate, moderate, τινα Pl. Tht. 167c;τὰς ἐπιθυμίας Muson.Fr.7p.29H.
;τὸ θέατρον.. π. τὰ ἤθη τῶν ὁρώντων Luc.Salt.72
, cf. Tim.13; guide an elephant's trunk, Ael.NA2.11:—[voice] Pass., συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος well led, managed, Pl.Lg. 641b; τὴν παιδαγωγηθεῖσαν οὕτω πόλιν ib. 752c;ἂν ὑπὸ τοῦ λόγου παιδαγωγηθῇ τὸ πάθος Plu.2.443d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδαγωγέω
См. также в других словарях:
παιδαγωγώ — (ΑΜ παιδαγωγῶ, εω) [παιδαγωγός] ασχολούμαι με την αγωγή και την μόρφωση μικρών παιδιών, εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ (μσν.;αρχ.) καθοδηγώ («ἂν ὑπὸ τοῡ λόγου παιδαγωγηθῆ τὸ πάθος», Πλούτ.) αρχ. 1. συνοδεύω τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ως … Dictionary of Greek